Μαζί, απο κοινού, όλοι μαζί.
Στού δρόμου απ’ θα παϊαίνιτι, νά’στι αντάμα, μη χουρστήτι κι χαθήτι!
Μαζί, απο κοινού, όλοι μαζί.
Στού δρόμου απ’ θα παϊαίνιτι, νά’στι αντάμα, μη χουρστήτι κι χαθήτι!
Το ανοιχτό μέρος, απλωσιά.
Να ρίξουμι κι αυτόν τούν τοίχου ιδωαϊάς, για να είνι αβέρτο κι νά’χουμι χώρου πουλύ, να χουράν κι δυό κριβάτια.
Άφαντο, εξαφανισμένο.
Πού πήγι του μενταγιόνε’μ! Αμούμ’το ιέγεινι; άν’ξι η γή’ς κι του κατάπ’χειε;
Άκου, δώσε προσοχή, τέντωσε τα αυτιά σου.
Ιδώ αφουγκράσ’! Κι κεi απ’ θα πάμι ιπίσκιψ’ μη κάν’ς σα λιμασμένου, κι τρώς σα να μην ματαϊέχ’ς ιδεί φαΐ στα μάτια’ς!
Ασεβής.
Ντίπ για ντίπ ασέβαστος, δε μ’χρωστάει καλή κουβέντα.
Το κοίλο μέρος στο τύμπανο του αυτιού.
Τι ουρλιέσαι αρέ μιέσα στ αυτί’μ; βγάν’του σκασμό μ’ πήρις την αναμέλα!
Ρούχο στούς ώμους.
Θα βγάν’ ψιύχρα απόψ’ φόρα κάτ’ ανάρχ’τα μη σι γκιάξ.
Απέγεινα.
Μ’ φένιτι απογίνγκα μ’ αυτά τα χάπια απ’ μόδωκι ου γιατρός. Μόρχιτι ολουένα σβημάρα.
Πάνω μου.
Χύμ’ξι κατ’απάνε’μ σ’λέου του παλιόσκ’λου! Πως δεν μέ φαε.
Αυτός που δεν έχει ησυχία, αυτός που δεν κάθεται σ’ ένα μέρος.
Αρέ τι αγκαθόκωλος ίσι σύ! κάτσι σι μια ησυχία ζαλάδα μου’ρθι!